Ενός κακού μύρια έπονται
Και ξαφνικά, εγένετο ο κακός χαμός.
Κορωνοϊός σου λέει.
-«Τι είναι ρε παιδιά αυτό το πράγμα;»
-«Ένας ιός που απειλεί τους Κινέζους».
-«Α! Τους Κινέζους; Μακριά μας είναι».
Τι μακριά; Για πότε έφτασε στην πόρτα μου, ούτε που το κατάλαβα. Διακτινίστηκε ο άτιμος. Τη μια μέρα μ’ έδιωξαν από την δουλειά, την άλλη μου’ βγαλαν φάτσα-φόρα το Σπύρο τον Παπαδόπουλο, αυτόν που πάει με όλα σαν την κόκα-κόλα, να μου δείχνει πώς να πλένω τα χεράκια μου, την επόμενη μόνη στο σπίτι, για να μην καταλήξω ετοιμοθάνατη στην εντατική. Έχω και κάποια ηλικία εδώ που τα λέμε.
Και τώρα; Τώρα τίποτε. Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα. Κάποιοι βαράνε τα όργανα κι εγώ χορεύω τσάμικο.
-«Κορίτσια, μη χαθούμε, εδώ να είμαστε, γράφω στο τσατ. Είμαι πολύ μόνη και θα τα παίξω. Όλες μας θα τα παίξουμε».
Τα μιλήσαμε τα συμφωνήσαμε. Έτσι κι αλλιώς, στο τσατ περνούσα τα βράδια μου, μαζί με την, εξ΄αποστάσεως, παρέα μου, πολύ πριν ανακαλυφθεί η εξ’ αποστάσεως διδασκαλία να σημειωθεί αυτό-.
Τι το’ θελα; Από εκείνη τη μέρα δεινοπαθώ. Όχι τη μέρα, αλλά τις νύχτες. Έρχεται η ώρα λοιπόν και κάθομαι στο λαπ-τοπ και αρχίζω . Χαιρετιόμαστε, φιλιόμαστε -επιτρέπονται τα διαδικτυακά φιλιά- λέμε τα νέα της ημέρας και πάνω που είμαι έτοιμη να πω το γειά, αύριο πάλι, να κάνω και καμιά δουλειά βρε αδελφή, τσουκ, έχει την έμπνευση η Ταμπού.
-«Να παίξω στο ράδιο, θέλετε;»
Τι να της πω; Όχι; Πώς να την πληγώσω έτσι;
-«Ναι, ναι Ταμπ, παίξε μας κάτι».
-«Εντάξει» λέω, από μέσα μου. «Δεν έγινε και κάτι. Εκείνη θα παίζει κι εγώ θα κάνω τις δουλειές μου». Αμ, δε…
Τότε θα θυμηθούν όλες κάτι να ρωτήσουν, ν’ ανοίξουν κανένα θέμα για συζήτηση. Τι να κάνω κι εγώ; Κάνω τη φιλοτιμία ανάγκη, ή το ανάποδο, ό,τι ταιριάζει τέλος πάντων και ξαναστρώνομαι στην καρέκλα μου.
Ακούμε, γράφουμε, γελάμε, πειραζόμαστε, περνάει η ώρα, λέω πάλι μέσα μου.
-«Δεν την κοπανάς σιγά-σιγά, να πας να φας τουλάχιστον λιγάκι;»
Φρούδες ελπίδες τρέφω, που πιστεύω ότι θα τα καταφέρω να ξεγλιστρίσω. Δεν ξέρω πώς το μυρίζονται και τότε πέφτει η ιδέα.
-«Δεν παίζουμε κανένα παιχνίδι να περάσει η ώρα; Ας πουν, ποιες παίζουν;»
Είναι δύσκολη η θέση μου, καταλαβαίνετε. Να πω στα κορίτσια ότι δεν παίζω, για να με πουν φυτό; Δεν το αντέχω να χαλάσω το προφίλ μου. Ίδρωσα για να το φτιάξω.
Παίζουμε, γράφουμε, γελάμε, περνάει η ώρα και τελειώνει το παιχνίδι.
Με το δάχτυλο έτοιμο να γράψω το γνωστό, «καληνύχτα και όνειρα όμορφα. Θα τα πούμε αύριο», πέφτει το πρώτο βαρύγδουπο ερώτημα. Υπαρξιακές ανησυχίες, όχι παίξε γέλασε. Να δείξω ότι είμαι ρηχή και δεν καταλαβαίνω ή ότι δε θέλω να μοιραστώ τα εσώψυχά μου; Δεν το αντέχει η αξιοπρέπειά μου. Μπαίνω κι εγώ στα βαθιά.
Κι έτσι καθώς «φιλοκαλούμεν γαρ μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας», νιώθω το εικοστό χτύπημα στη μέση και το τριακοστό στην πλάτη που με προειδοποιούν ότι την άλλη μέρα θα είμαι εντελώς πιασμένη και πονεμένη. Δε θα μιλήσω για τα μάτια που έχουν γίνει κόκκινα σαν του εξ’ από εδώ, για τα χέρια που πρέπει να τα κρατήσω μισή ώρα σε κρύο ύδωρ να συνέλθουν, ούτε για τα τρεμάμενά μου πόδια. Βλέπω την ώρα. Κλασσικά τρεις το πρωί.
Κάπου στις τέσσερις βάζω τις κρέμες μου και πέφτω στο κρεβάτι.
-«Δεν είναι ζωή αυτή», μονολογώ. «Μετά την επέλαση του κορωνοϊού και μόλις βγω από το σπίτι, θα πάρω σβάρνα τους γιατρούς και τα παραϊατρικά επαγγέλματα. Ορθοπεδικό, οφθαλμίατρο, φυσιοθεραπευτή… Πολύ ανθυγιεινό αυτό το τσατ. Χώρια που θα πρέπει να επισκεφτώ και την αισθητικό μου, για τις ρυτίδες που θα έχω κάνει από τα γέλια».
Ενός κακού μύρια έπονται.
Όχι, δεν γίνεται. Τέρμα, σήμερα δεν θα μπω στο τσατ. Θα κάτσω σπίτι και θα… δεν έχει θα. Θα βλέπω τηλεόραση και θα τρώω; Τι λες καλέ; Να γίνω πάλι εκατό κιλά; Τουλάχιστον στο τσατ ξεχνάω να φάω βραδινό. Έχασα ενάμιση κιλό σε έξι μέρες. Όταν θα βγω από εδώ μέσα, θα μου κάνει το τζιν που φορούσα στα δεκοκτώ. Άσχημα;
november20